- υποικουρώ
- -έω, Α1. (αμτβ.) α) μένω στο σπίτι κρυμμένοςβ) μτφ. ενυπάρχω χωρίς να φαίνομαι («μῑσος τὸ ὑποικουροῡν», Ιώσ.)2. (μτβ.) α) ασχολούμαι με κάτι ή μηχανεύομαι κάτι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτόςβ) διαπλέκω μηχανορραφίεςγ) ασκώ μυστική επιρροή σε κάποιονδ) εισχωρώ κρυφά, παρεισδύω3. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τά ύπῳκουρημέναμηχανορραφίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + οἰκουρῶ «μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι»].
Dictionary of Greek. 2013.