υποικουρώ

υποικουρώ
-έω, Α
1. (αμτβ.) α) μένω στο σπίτι κρυμμένος
β) μτφ. ενυπάρχω χωρίς να φαίνομαι («μῑσος τὸ ὑποικουροῡν», Ιώσ.)
2. (μτβ.) α) ασχολούμαι με κάτι ή μηχανεύομαι κάτι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός
β) διαπλέκω μηχανορραφίες
γ) ασκώ μυστική επιρροή σε κάποιον
δ) εισχωρώ κρυφά, παρεισδύω
3. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τά ύπῳκουρημένα
μηχανορραφίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + οἰκουρῶ «μένω άγρυπνος για να φυλάξω το σπίτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξυνυποικουρώ — ξυνυποικουρῶ, έω (Α) συνοικουρώ, κατοικώ μαζί με κάποιον, συνυπάρχω («ταυτὶ τὰ νοσήματα καὶ ξυνυποικουρεῑ τῇ φύσει», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύν, αρχ. τ. τού σύν + ὑποικουρῶ «μένω κρυμμένος στο σπίτι»] …   Dictionary of Greek

  • υποικουρία — ἡ, Α [ὑποικουρῶ] ό,τι ενυπάρχει σε ένα σώμα από την φύση, το σύμφυτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”